- ισαθάνατος
- ἰσαθάνατος, -ον (Α)ίσος, όμοιος προς τους αθάνατους θεούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + ἀθάνατος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσαθάνατον — ἰσαθάνατος equal to the Immortals masc/fem acc sg ἰσαθάνατος equal to the Immortals neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek